- καθυπέταξα
- κατά , ὑπό-ἐτάζωexamineaor ind act 1st sg (homeric ionic)κατά-ὑποτάσσωplaceaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθυπετάξασι — καθυπετάξᾱσι , κατά , ὑπό ἐτάζω examine aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυποτάσσω — καθυποτάσσω, καθυπέταξα βλ. πίν. 27 Σημειώσεις: καθυποτάσσω : σπάνια η παθητική φωνή (καθυποτάσσομαι) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής